παιχνίδισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιχνίδισμα < παιχνιδίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιχνίδισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παιχνιδίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιχνίδισμα
|