in play
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]in play (en)
- (ιδιωματισμός, αθλητισμός) για την μπάλα, σε θέση που παίζεται
in play (en)