χασομέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χασομέρι | τα | χασομέρια |
γενική | του | χασομεριού | των | χασομεριών |
αιτιατική | το | χασομέρι | τα | χασομέρια |
κλητική | χασομέρι | χασομέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xa.soˈme.ɾi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χασομέρι ουδέτερο
- η άσκοπη απώλεια χρόνου χωρίς δουλειά
- η χρονοτριβή στην εκτέλεση μιας εργασίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χασομέρι