Μετάβαση στο περιεχόμενο

inaction

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inaction (en)

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inaction < in- + action

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inaction inactions

inaction (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]