inactivation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inactivation < inactiver
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inactivation | inactivations |
inactivation (fr) θηλυκό