oisiveté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
oisiveté | oisivetés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oisiveté (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
oisiveté | oisivetés |
oisiveté (fr) θηλυκό