nonchalance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nonchalance | nonchalances |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nonchalance (fr) θηλυκό
- η νωχέλεια
ενικός | πληθυντικός |
nonchalance | nonchalances |
nonchalance (fr) θηλυκό