χασομέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χασομέρης < χασομερώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χασομέρης αρσενικό
- αυτός που δεν έχει δουλειά και περνάει τη μέρα του μη κάνοντας τίποτα, ο αργόσχολος