χασομέρης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χασομέρης < χασομερώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χασομέρης αρσενικό
- αυτός που δεν έχει δουλειά και περνάει τη μέρα του μη κάνοντας τίποτα, ο αργόσχολος