loiterer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
loiterer | loiterers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
loiterer (en)
- ο χασομέρης, αυτός που χασομεράει
ενικός | πληθυντικός |
loiterer | loiterers |
loiterer (en)