loiterer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
loiterer loiterers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

loiterer < loiter + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

loiterer (en)