mill around

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας mill around
γ΄ ενικό ενεστώτα mills around
αόριστος milled around
παθητική μετοχή milled around
ενεργητική μετοχή milling around

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mill around < → δείτε τις λέξεις mill και around

Ρήμα[επεξεργασία]

mill around (en)

  • (αμετάβατο) χαζεύω, ειδικά για μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που κινούνται σε μια περιοχή χωρίς να φαίνεται ότι πηγαίνουν πουθενά συγκεκριμένα
    They were milling around in the streets.
    Χάζευαν στους δρόμους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη loiter

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]