linger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | linger |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lingers |
αόριστος | lingered |
παθητική μετοχή | lingered |
ενεργητική μετοχή | lingering |
Ρήμα
[επεξεργασία]linger (en)
- (αμετάβατο) κρατάω λίγο, συνεχίζει να υπάρχει για περισσότερο χρόνο από το αναμενόμενο
- ↪ The custom still lingers on, it has not died out completely.
- Το έθιμο κρατάει λίγο ακόμη, δεν έχει σβήσει εντελώς.
- ↪ The custom still lingers on, it has not died out completely.
- (αμετάβατο) χασομερώ, γυροφέρνω, παραμένω, παρατείνω, μένω κάπου επί πολύ χρόνο γιατί δεν θέλω να φύγω· ξοδεύω πολύ χρόνο κάνοντας κάτι
- ↪ He lingered at the cafe in hope of…
- Χασομέρησε λίγο στο καφενείο με την ελπίδα ότι…
- ↪ Why is lingering around our house?
- Γιατί γυροφέρνει αυτός το σπίτι μας;
- ↪ The other guests had left but he lingered behind.
- Οι άλλοι καλεσμένοι είχαν φύγει αλλά αυτός παρέμεινε πίσω.
- ↪ We lingered over a meal (for pleasure).
- Παρατείναμε ένα γεύμα (για ευχαρίστηση).
- ↪ He continued to linger after everyone else had left.
- Εξακολούθησε να μένει κι όταν οι άλλοι όλοι είχαν φύγει.
- ↪ We lingered in the park until it was dark.
- Μείναμε στο πάρκο ώσπου νύχτωσε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη loiter
- ↪ He lingered at the cafe in hope of…
- (αμετάβατο) γυροφέρνω, παραμένω, δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάτι, συνεχίζω να κοιτάζω κάποιον ή κάτι ή να σκέφτομαι κάτι για περισσότερο από το συνηθισμένο
- ↪ His mind lingered on recent events.
- Γυρόφερε στο μυαλό του τα τελευταία γεγονότα.
- ↪ A doubt still lingered in his mind.
- Παρέμεινε ακόμα μια αμφιβολία στο μυαλό του.
- ↪ His eyes lingered on the coffin.
- Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από το φέρετρο.
- ↪ His mind lingered on recent events.
- (αμετάβατο) κάνω λίγο χρόνο για να πεθάνω, μένω ζωντανός αλλά γίνομαι πιο αδύναμος
- ↪ The dying man lingered (on) for months.
- Ο ετοιμοθάνατος έκανε μήνες να πεθάνει.
- ↪ The dying man lingered (on) for months.
Πηγές
[επεξεργασία]- linger - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 204, 659, 664, 966. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυροφέρνω, παραμένω, παρατείνω, χασομερώ