linger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
linger (en)
- παραμένω σε ένα χώρο και όταν αυτό δεν είναι πια απαραίτητο
- παραμένω, επιβιώνω
- αργοπορώ, χρονοτριβώ