linger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

linger (en)

  1. παραμένω σε ένα χώρο και όταν αυτό δεν είναι πια απαραίτητο
  2. παραμένω, επιβιώνω
  3. αργοπορώ, χρονοτριβώ