lingering
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
lingering (en)
- μακροχρόνιος, παρατεταμένος, επίμονος, που αργεί να τελειώσει ή να εξαφανιστεί
- ↪ a lingering illness - μακροχρόνια αρρώστια
- ↪ a lingering look - παρατεταμένη μάτια
- ↪ a lingering doubt/suspicion - μια επίμονη αμφιβολία/υποψία
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
lingering (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- lingering - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 325, 520, 664. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίμονος, μακροχρόνιος, παρατεταμένος