Μετάβαση στο περιεχόμενο

lingering

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

lingering (en)

  • μακροχρόνιος, παρατεταμένος, επίμονος, που αργεί να τελειώσει ή να εξαφανιστεί
      a lingering illness - μακροχρόνια αρρώστια
      a lingering look - παρατεταμένη μάτια
      a lingering doubt/suspicion - μια επίμονη αμφιβολία/υποψία

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

lingering (en)