γυροφέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]γυροφέρνω
- περιφέρομαι γύρω από
- προσπαθώ να πλησιάσω κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό
- Πολύ τη γυροφέρνεις την κοπέλα τελευταία. Τι ἐχεις κατά νου;
- (μεταφορικά)
- Η ιδέα της απόσυρσης του παλιού μου αυτοκινήτου γυροφέρνει στο μυαλό μου