monkey around
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | monkey around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | monkeys around |
αόριστος | monkeyed around |
παθητική μετοχή | monkeyed around |
ενεργητική μετοχή | monkeying around |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]monkey around (en)
- (ανεπίσημο) παίζω με κάτι, πασπατεύω κάτι, χρησιμοποιώ κάτι ή συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο και χάνω χρόνο
Πηγές
[επεξεργασία]- monkey around - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 671. ISBN 9780194325684., λήμμα: πασπατεύω