hang about
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | hang about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs about |
αόριστος | hung about |
παθητική μετοχή | hung about |
ενεργητική μετοχή | hanging about |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]hang about (en) (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο)
- χαζεύω, περιμένω κοντά σε ένα μέρος, χωρίς να κάνω πολλά
- ⮡ Men were hanging about on the street corners.
- Άνδρες στέκονταν (χάζευαν) στις γωνιές των δρόμων.
- ⮡ Why don’t you do something instead of hanging about?
- Γιατί δεν κάνεις κάτι αντί να χαζεύεις;
- ≈ συνώνυμα: hang around, → και δείτε τη λέξη loiter
- ⮡ Men were hanging about on the street corners.
Πηγές
[επεξεργασία]- hang about - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 957. ISBN 9780194325684., λήμμα: χαζεύω