hang about

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας hang about
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs about
αόριστος hung about
παθητική μετοχή hung about
ενεργητική μετοχή hanging about

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hang about < → δείτε τις λέξεις hang και about

Ρήμα[επεξεργασία]

hang about (en) (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο)

  • χαζεύω, περιμένω κοντά σε ένα μέρος, χωρίς να κάνω πολλά
    Men were hanging about on the street corners.
    Άνδρες στέκονταν (χάζευαν) στις γωνιές των δρόμων.
    Why don’t you do something instead of hanging about?
    Γιατί δεν κάνεις κάτι αντί να χαζεύεις;
     συνώνυμα: hang around, → και δείτε τη λέξη loiter

Πηγές[επεξεργασία]