deceiver
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dɪˈsiːvə(ɹ)/ (βρετανικό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]deceiver (en)
- απατεώνας/απατεώνισσα
- ⮡ the man that promissed Mary money through the internet turned out to be a deceiver - ο άνδρας που υποσχέθηκε στην Μαρία χρήματα μέσω του διαδυκτίου αποδείχθηκε απατεώνας
- (+ οριστικό άρθρο the) ο Σατανάς