trick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trick | tricks |
trick (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | trick |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tricks |
αόριστος | tricked |
παθητική μετοχή | tricked |
ενεργητική μετοχή | tricking |
trick (en)
- (μεταβατικό) εξαπατώ, κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
Πηγές[επεξεργασία]
- trick (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- trick (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 301. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξαπατώ