mislead
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | mislead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | misleads |
αόριστος | misled |
παθητική μετοχή | misled |
ενεργητική μετοχή | misleading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
mislead (en)