mislead
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | mislead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | misleads |
αόριστος | misled |
παθητική μετοχή | misled |
ενεργητική μετοχή | misleading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
mislead (en)