enjoy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | enjoy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enjoys |
αόριστος | enjoyed |
παθητική μετοχή | enjoyed |
ενεργητική μετοχή | enjoying |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]enjoy (en)
- (μεταβατικό) απολαμβάνω, απολαύω, χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, παίρνω ευχαρίστηση από κάτι
- ⮡ I enjoy good food/good company.
- Απολαμβάνω το καλό φαΐ/την καλή συντροφιά.
- ⮡ I enjoy listening to music.
- Απολαμβάνω ν' ακούω μουσική.
- ⮡ He sat in the veranda and enjoyed the fresh breeze.
- Καθόταν στη βεράντα κι απολάμβανε το δροσερό αεράκι.
- ⮡ I enjoyed my food.
- Απόλαυσα το φαγητό μου.
- ⮡ The visitor is enjoying the beauties of the island.
- Ο επισκέπτης χαίρεται τις ομορφιές του νησιού.
- ⮡ Very good restaurant, we enjoyed the food.
- Πολύ καλό εστιατόριο, το ευχαριστηθήκαμε το φαγητό.
- ⮡ I enjoy good food/good company.
- (μεταβατικό) απολαύω, έχω κάτι καλό που είναι πλεονέκτημα για μένα
- ⮡ He enjoys a good reputation.
- Απολαύει μεγάλης εκτιμήσεως.
- ⮡ He enjoys a good reputation.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- enjoy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. απολαμβάνω, απολαύω. ISBN 9780194325684., λήμμα: 105