enjoy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας enjoy
γ΄ ενικό ενεστώτα enjoys
αόριστος enjoyed
παθητική μετοχή enjoyed
ενεργητική μετοχή enjoying

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
enjoy < en- + joy

enjoy (en)

  1. (μεταβατικό) απολαμβάνω, απολαύω, χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, παίρνω ευχαρίστηση από κάτι
    ⮡  I enjoy good food/good company.
    Απολαμβάνω το καλό φαΐ/την καλή συντροφιά.
    ⮡  I enjoy listening to music.
    Απολαμβάνω ν' ακούω μουσική.
    ⮡  He sat in the veranda and enjoyed the fresh breeze.
    Καθόταν στη βεράντα κι απολάμβανε το δροσερό αεράκι.
    ⮡  I enjoyed my food.
    Απόλαυσα το φαγητό μου.
    ⮡  The visitor is enjoying the beauties of the island.
    Ο επισκέπτης χαίρεται τις ομορφιές του νησιού.
    ⮡  Very good restaurant, we enjoyed the food.
    Πολύ καλό εστιατόριο, το ευχαριστηθήκαμε το φαγητό.
  2. (μεταβατικό) απολαύω, έχω κάτι καλό που είναι πλεονέκτημα για μένα
    ⮡  He enjoys a good reputation.
    Απολαύει μεγάλης εκτιμήσεως.

Σύνθετα

[επεξεργασία]