joy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
joy | joys |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]joy (en)
- (μη μετρήσιμο) η χαρά, το συναίσθημα
- ⮡ They were expressing their joy with cheers.
- Εξέφραζαν τη χαρά τους με ζητωκραυγές.
- ⮡ They were expressing their joy with cheers.
- η χαρά, για κάποιον ή για κάτι που γίνεται αιτία χαράς
- ⮡ You are my greatest joy.
- Είσαι η πιο μεγάλη μου χαρά.
- ⮡ You are my greatest joy.