enjoyment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
enjoyment (en)
- (μη μετρήσιμο) η απόλαυση, η ευχαρίστηση που παίρνω από κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- enjoyment - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105, 347. ISBN 9780194325684., λήμμα: απόλαυση, ευχαρίστηση