enjoyment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enjoyment < enjoy + -ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

enjoyment (en)

  • (μη μετρήσιμο) η απόλαυση, η ευχαρίστηση που παίρνω από κάτι
    the enjoyment of music - η απόλαυση της μουσικής
    I find a lot of enjoyment in my work.
    Βρίσκω μεγάλη απόλαυση στη δουλειά μου.
    I get a lot of enjoyment out of underwater fishing.
    Βρίσκω πολλή ευχαρίστηση στο υποβρύχιο ψάρεμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pleasure

Πηγές[επεξεργασία]