pleasure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pleasure pleasures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pleasure (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ευχαρίστηση, η χαρά, μια κατάσταση χαράς
    It gave me great pleasure to learn about your success.
    Με μεγάλη μου ευχαρίστηση για την επιτυχία σου.
    It will be my pleasure.
    Θα είναι ευχαρίστησή μου.
    He runs for pleasure.
    Αυτός τρέχει για ευχαρίστηση.
    When will we have the pleasure of seeing you again?
    Πότε θα έχουμε τη χαρά να σας ξαναδούμε;
  2. (μη μετρήσιμο) η αναψυχή, η δραστηριότητα της απόλαυσης, ειδικά αντί της εργασίας
    ταξίδι αναψυχής - a trip for pleasure
    I do something for pleasure.
    Κάνω κάτι για αναψυχή.
  3. (μετρήσιμο) η χαρά, η απόλαυση, κάτι που με κάνει ευτυχισμένο
    the pleasures of life - οι χαρές της ζωής
    sensual pleasures - σαρκικές απολαύσεις

Συνώνυμα

[επεξεργασία]