treat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

treat < (κληρονομημένο) μέση αγγλική, αγγλονορμανδική treter < παλαιά γαλλική tretier (σύγχρονο traiter) < λατινική tractare (σύρω, καταφέρνω) < trahere (τραβώ, σύρω) [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tri:t/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
treat treats

treat (en)

  1. (παρωχημένο) διαπραγμάτευση
  2. προσφορά ποτού, φαγητού, διασκέδασης
    I took the kids to the zoo for a treat.
    λείπει η μετάφραση
  3. η απόλαυση, το γεγονός ή δώρο που φέρνει χαρά
    What a treat to not have anything to do!
    Τι απόλαυση να μην έχεις να κάνεις τίποτα!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pleasure

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας treat
γ΄ ενικό ενεστώτα treats
αόριστος treated
παθητική μετοχή treated
ενεργητική μετοχή treating

treat (en)

  1. (μεταβατικό)
    1. μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, φέρομαι, περνάω, συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο σε κάποιον ή κάτι
      You treated me like a fool.
      Με μεταχειρίστηκες σαν ηλίθιο.
      Treat the elderly with respect.
      Να φέρεσαι με σεβασμό στους ηλικιωμένους.
    2. περνάω, γυρίζω, θεωρώ κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
      Don’t treat it as a joke.
      Μην το περνάς γι' αστείο.
      I treat something as a joke.
      Γυρίζω κάτι στ' αστείο.
    3. αντιμετωπίζω ιατρικά μια αρρώστια, νοσηλεύω, θεραπεύω, κάνω θεραπεία
      They treated me for malaria.
      Μου έκαναν θεραπεία για μαλάρια.
      The best doctors treated him.
      Tον νοσήλευσαν οι καλύτεροι γιατροί.
    4. επεξεργάζομαι, χρησιμοποιώ μια χημική ουσία ή διαδικασία για να καθαρίσω, να προστατέψω, να συντηρήσω κτλ. κάτι
      They treat water/waste.
      Επεξεργάζονται νερό/άχρηστα.
    5. κερνάω, φιλεύω, βγάζω, πληρώνω για κάτι που κάποιος ή εγώ θα απολαύσω και που συνήθως δεν έχω ή δεν κάνω
      I treated my son to some popcorn in the interval.
      Κέρασα τον γιο μου ποπκόρν στο διάλειμμα.
      They treated us to a sweet.
      Μας φιλέψανε γλυκό.
      They treated us to spoon sweet.
      Μας έβγαλαν γλυκό του κουταλιού.
    6. (παρωχημένο) ικετεύω
      Only let my family live, I treat thee.
      Αφήστε την οικογένειά μου να ζήσει! Σας ικετεύω!
  2. (αμετάβατο)
    1. διαπραγματεύομαι (όρους συμφωνίας)
      We treated with Caesar for the surrender of the city.
      λείπει η μετάφραση
    2. πραγματεύομαι, αναπτύσσω ένα ζήτημα
      Cicero's writing treats mainly of old age and personal duty.
      λείπει η μετάφραση

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. treat - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  2. treat - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)

Πηγές[επεξεργασία]