treat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- treat < αγγλονορμανδικό treter < αρχαίο γαλλικό tretier (σύγχρονο traiter) < λατινικό tractare ‘σύρω, καταφέρνω’ < trahere ‘τραβώ, σύρω’.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tri:t/
- Audio (US)
Ρήμα[επεξεργασία]
treat (en)
- (αμετάβατο) διαπραγματεύομαι (όρους συμφωνίας)
- We treated with Caesar for the surrender of the city.
- (μεταβατικό) αντιμετωπίζω ένα θέμα κατά ένα ορισμένο τρόπο
- The article treated feminism as a quintessentially modern movement.
- (αμετάβατο) διαπραγματεύομαι, αναπτύσσω ένα ζήτημα
- Cicero's writing treats mainly of old age and personal duty.
- (παρωχημένο) To entreat or beseech (someone).
- Only let my family live, I treat thee.
- (μεταβατικό) μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω
- You treated me like a fool.
- She was tempted to treat the whole affair as a joke.
- (μεταβατικό) αντιμετωπίζω ιατρικά μια αρρώστια, νοσηλεύω, θεραπεύω
- They treated me for malaria.
- (μεταβατικό) αντιμετωπίζω κάτι, ενεργώ προσπαθώντας να πετύχω ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα
- The substance was treated with sulphuric acid.
- I treated the photo somewhat to make the colours more pronounced.
- (μεταβατικό) προσφέρω φαγητό ή ποτό, φιλοξενώ
- I treated my son to some popcorn in the interval.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
treat (en)
- (παρωχημένο) διαπραγμάτευση
- (παρωχημένο) An entreaty.
- προσφορά ποτού, φαγητού, διασκέδασης
- I took the kids to the zoo for a treat.
- ένα απρόσμενο γεγονός ή δώρο που φέρνει χαρά
- It was such a treat to see her back in action on the London stage.