lodge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lodge | lodges |
lodge (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | lodge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lodges |
αόριστος | lodged |
παθητική μετοχή | lodged |
ενεργητική μετοχή | lodging |
lodge (en)