πανδοχείο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανδοχείο < αρχαία ελληνική πανδοκεῖον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανδοχείο ουδέτερο
- κτήριο κατάλληλο να προσφέρει στέγη και τροφή σε περαστικούς ταξιδιώτες
- ※ Ήταν ένα πανδοχείο για περαστικούς ναυτικούς με γκραβούρες στους τοίχους από παλιά ιστιοφόρα και μοντέρνα γκαζάδικα. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Το τέλος της πρώτης μέρας [διήγημα])