πανδοχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πανδοχείο | πανδοχεία |
γενική | πανδοχείου | πανδοχείων |
αιτιατική | πανδοχείο | πανδοχεία |
κλητική | πανδοχείο | πανδοχεία |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανδοχείο < αρχαία ελληνική πανδοκεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανδοχείο ουδέτερο
- κτήριο κατάλληλο να προσφέρει στέγη και τροφή σε περαστικούς ταξιδιώτες