hold
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hold | holds |
hold (en)
- κράτημα, λαβή
- κράτημα (για τα μαλλιά, κόμμωση)
- το συνολικό ποσό που παίζεται σε ένα στοίχημα
- χώρος για τα μεταφερόμενα εμπορεύματα σε πλοίο (αμπάρι) ή αεροσκάφος]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | hold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | holds |
αόριστος | held |
παθητική μετοχή | held |
ενεργητική μετοχή | holding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hold (en)
- κρατάω
- (μεταβατικό) χωράω, παίρνω, έχω αρκετό χώρο για κάτι ή κάποιον
[επεξεργασία]
- Λήμματα με τον όρο 'hold' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'hold' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
όπως
Πηγές[επεξεργασία]
- hold - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644, 984. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω, χωρώ