αμπάρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμπάρι | τα | αμπάρια |
γενική | του | αμπαριού | των | αμπαριών |
αιτιατική | το | αμπάρι | τα | αμπάρια |
κλητική | αμπάρι | αμπάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπάρι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) εσωτερικός χώρος πλοίου που χρησιμεύει για την εναπόθεση συσκευασμένων ή χύμα εμπορευμάτων, εκτός υγρών.
- τα αντίστοιχα αμπάρια των δεξαμενόπλοιων καλούνται δεξαμενές
- (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) αποθήκη (σιτηρών)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)