δεξαμενή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεξαμενή < αρχαία ελληνική δεξαμενή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεξαμενή θηλυκό
- κατασκευή για την αποθήκευση μεγάλης ποσότητας υγρών
- (μεταφορικά) συγκεντρωμένη ποσότητα πληροφοριών, γνώσεων, επιτευγμάτων από την οποία μπορεί κανείς να "αντλήσει" και να ωφεληθεί
- εγκατάσταση για πλοία που χρειάζονται συντήρηση ή επισκευή
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεξαμενή < δέχομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεξαμενή θηλυκό
- δεξαμενή νερού
- (γενικότερα) δοχείο