sit up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας sit up
γ΄ ενικό ενεστώτα sits up
αόριστος sat up
παθητική μετοχή sat up
ενεργητική μετοχή sitting up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sit up < → δείτε τις λέξεις sit και up

Ρήμα[επεξεργασία]

sit up (en)

  1. ανακάθομαι
    He sat up in bed and stretched.
    Ανακάθισε στο κρεβάτι κι ανακλαδίστηκε.
  2. ανακαθίζω
    I sat up the sick man in his bed./I sat the sick man up in his bed.
    Ανακάθισα τον άρρωστο στο κρεβάτι του.

Πηγές[επεξεργασία]