Μετάβαση στο περιεχόμενο

κάθομαι

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: καθίζω, κάθημαι

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάθομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάθομαι < αρχαία ελληνική κάθημαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈka.θo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάθομαι

κάθομαι, πρτ.: καθόμουν, αόρ.: κάθισα/έκατσα, μτχ.π.ε.: καθούμενος, μτχ.π.π.: καθισμένος (χωρίς ενεργητική φωνή) αμετάβατο

  1. έχω το σώμα μου πάνω σε ένα κάθισμα (σε καρέκλα, καναπέ ή οτιδήποτε άλλο)
    παράδειγμα  Κι εκεί που καθόμουνα ήσυχος στο παγκάκι, μπαμ! Μου 'ρχεται μια μπάλα στο κεφάλι.
  2. τοποθετώ το σώμα μου πάνω σε ένα κάθισμα ενώ πριν ήμουν όρθιος
    παράδειγμα  Κάτσε κάτω, να ξεκουραστείς, να πάρεις μιαν ανάσα!
    παράδειγμα  «Κάτσε κάτω, Παπαδόπουλε, να αρχίσουμε το μάθημα!» είπε ο δάσκαλος.
  3. μένω, κατοικώ
      Στον Βούθουλα καθόταν ένας φίλος μου γιατρός, ο Ξυνός. (Δημήτρης Ψαθάς (1939) Μαντάμ Σουσού [μυθιστόρημα])
  4. (για πράγματα) ακουμπάω πάνω σε κάτι άλλο
  5. (για πράγματα) υποχωρώ σε χαμηλότερο επίπεδο, καθιζάνω, κατακάθομαι
  6. δεν εργάζομαι (είμαι άνεργος ή βρίσκομαι σε διακοπές)
  7. μένω άπρακτος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

μετοχές:

παράγωγα ή σύνθετα του ρήματος:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάθομαι, ήδη από τον 10ο αιώνα < κάθημαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάθ(ημαι) με μεταπλασμό σε -ομαι

κάθομαι (χωρίς ενεργητική φωνή)

  1. βρίσκομαι
  2. κατοικώ
  3. παραμένω
  4. ασχολούμαι με κάτι
    χρειάζεται παράθεμα
  5. συναναστρέφομαι, κάθομαι με φίλους
    χρειάζεται παράθεμα
  6. μένω αργός, αδρανής
    χρειάζεται παράθεμα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]