Μετάβαση στο περιεχόμενο

sedeo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sedeo < πρωτοϊταλική *sedēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed- (κάθομαι / sedeo)

sedeo (la)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]