hang over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | hang over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs over |
αόριστος | hung over |
παθητική μετοχή | hung over |
ενεργητική μετοχή | hanging over |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]hang over (en)
- κρέμομαι πάνω από, σκέφτομαι κάτι και ανησυχώ πολύ γιατί συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί
- ⮡ The nuclear threat that hangs over the world…
- Η πυρηνική απειλή που κρέμεται πάνω από τον κόσμο…
- ⮡ The threat that is hanging over our country.
- Η απειλή που κρέμεται πάνω από τη χώρα μας.
- ⮡ The nuclear threat that hangs over the world…
Πηγές
[επεξεργασία]- hang over - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 479. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρέμομαι