σκύβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκύβω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκύ(φτω) με μεταπλασμό σε -βω < σκύπτω < αρχαία ελληνική κύπτω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keu(b)- (στρέφω, κάμπτω, σκύβω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsci.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκύ‐βω
Ρήμα[επεξεργασία]
σκύβω, αόρ.: έσκυψα, μτχ.π.π.: σκυμμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- κλίνω το σώμα μου μπροστά, γέρνω προς τα κάτω
- ※ Με πονάει η μέση μου και δεν μπορώ να σκύβω. (⌘ Στρατής Τσίρκας (1962), Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) ενδιαφέρομαι και ασχολούμαι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αλαφροσκυμμένος
- σκυμμένος
- σκυφτός
- σκύψιμο
- → δείτε και τη λέξη κύπτω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκύβω
[επεξεργασία]
- ↑ «σκύβω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)