bend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | bend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bends |
αόριστος | bent |
παθητική μετοχή | bent |
ενεργητική μετοχή | bending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bend | bends |
bend (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
bend (en)