Μετάβαση στο περιεχόμενο

bend

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bend bends

bend (en)

  1. η καμπή, το στρίψιμο, η στροφή, ειδικά σε δρόμο ή ποτάμι
    παράδειγμα  the bend of a river - η καμπή ενός ποταμού
    παράδειγμα  the bend of the road - το στρίψιμοστροφή του δρόμου
     συνώνυμα:  curve, turn και twist
  2. (εραλδική) η τιμητική λωρίδα ενός οικοσήμου, ανάμεσα στη δεξιά γωνία της κεφαλής έως την αριστερή γωνία της αιχμής

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας bend
γ΄ ενικό ενεστώτα bends
αόριστος bent
παθητική μετοχή bent
ενεργητική μετοχή bending
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

bend (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) λυγίζω, γέρνω, σκύβω, γέρνω ή κάνω κάτι να γέρνει, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ειδικά του σώματος ή του κεφαλιού κάποιου
    παράδειγμα  In this exercise, the torso is bent and the hands rest on the ground.
    Στην άσκηση αυτή ο κορμός είναι λυγισμένος και τα χέρια ακουμπούν στο έδαφος.
    παράδειγμα  The branches were bending from the fruit.
    Τα κλαδιά λύγισαν/έγερναν από τον καρπό.
    παράδειγμα  He bent his head and prayed.
    Έγειρε το κεφάλι του και προσευχήθηκε.
    παράδειγμα  The trees were bending from the weight of the snow.
    Τα δέντρα έγερναν από το βάρος του χιονιού.
    παράδειγμα  He bent over and lifted the suitcase.
    Έσκυψε και σήκωσε τη βαλίτσα.
    παράδειγμα  Can you bend down and touch the floor?
    Μπορείς να σκύψεις και να αγγίξεις το πάτωμα;
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) λυγίζω, κινώ το μέρος του σώματός μου για να μην είναι πια ίσιο
    παράδειγμα  Don’t bend the knees/at the knees!
    Μη λυγίζεις τα γόνατα!
  3. (μεταβατικό) λυγίζω, αναγκάζω κάτι που ήταν ευθύ σε γωνία ή καμπύλη
    παράδειγμα  I bend an iron rod.
    Λυγίζω ένα σίδερο.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) στρίβω, αλλάζω κατεύθυνση για να σχηματίσω καμπύλη ή γωνία ή κάνω κάτι να αλλάξει κατεύθυνση με αυτόν τον τρόπο
    παράδειγμα  The road bends left here./The road bends to the left here.
    Ο δρόμος στρίβει αριστερά εδώ.

Παράγωγα

[επεξεργασία]