twist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας twist
γ΄ ενικό ενεστώτα twists
αόριστος twisted
παθητική μετοχή twisted
ενεργητική μετοχή twisting

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /twɪst/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /tw̥ɪst/ (ΗΠΑ)
 

Ρήμα[επεξεργασία]

twist (en)

  1. συστρέφω, στρίβω τις δύο άκρες ενός νήματος, σκοινιού κλπ προς αντίθετες κατευθύνσεις
  2. στριφογυρίζω κάτι
  3. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, παραποιώ την αλήθεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
twist twists

twist (en)

  • στροφή
    The path through the forest had a lot of twists.
    Ο δρόμος, διαμέσου του δάσους, είχε πολλές στροφές.