twist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | twist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | twists |
αόριστος | twisted |
παθητική μετοχή | twisted |
ενεργητική μετοχή | twisting |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
twist (en)
- συστρέφω, στρίβω τις δύο άκρες ενός νήματος, σκοινιού κλπ προς αντίθετες κατευθύνσεις
- στριφογυρίζω κάτι
- διαστρέφω, διαστρεβλώνω, παραποιώ την αλήθεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
twist | twists |
twist (en)
- στροφή
- ↪ The path through the forest had a lot of twists.
- Ο δρόμος, διαμέσου του δάσους, είχε πολλές στροφές.
- ↪ The path through the forest had a lot of twists.