sprain
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sprain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sprains |
αόριστος | sprained |
παθητική μετοχή | sprained |
ενεργητική μετοχή | spraining |
sprain (en)
- στραμπουλάω, εξαρθρώνω, βγάζω, τραυματίζω μια άρθρωση στο σώμα μου, ειδικά τον καρπό ή τον αστράγαλό μου, στρίβοντάς την ξαφνικά
Πηγές
[επεξεργασία]- sprain - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 302. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, εξαρθρώνω