sprain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spɹeɪn/


ενεστώτας sprain
γ΄ ενικό ενεστώτα sprains
αόριστος sprained
παθητική μετοχή sprained
ενεργητική μετοχή spraining

Ρήμα[επεξεργασία]

sprain (en)

  • εξαρθρώνω, βγάζω, τραυματίζω μια άρθρωση στο σώμα μου, ειδικά τον καρπό ή τον αστράγαλό μου, στρίβοντάς την ξαφνικά
    I sprain my ankle and my wrist.
    Εξαρθρώνω το πόδι μου και το χέρι μου.
    I sprain my ankle.
    Βγάζω το πόδι μου.
     συνώνυμα: twist

Πηγές[επεξεργασία]