εξαρθρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαρθρώνω < από το αρχαίο ἐξαρθρόω-ἐξαρθρῶ. < Από το ἐξ και το ἀρθρόω-ἀρθρῶ. < Από το ἄρθρον, άρθρωση.

εξαρθρώνω

  1. προκαλώ τη μετακίνηση ενός οστού έξω από την κοιλότητα στην οποία βρίσκεται
  2. (μεταφορικά) διαλύω, καταστρέφω (μια οργάνωση, κ.α.)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]