στριφογυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στριφογυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στρεφογυρίζω < στρέφω + γυρίζω[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

στριφογυρίζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]