twist off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας twist off
γ΄ ενικό ενεστώτα twists off
αόριστος twisted off
παθητική μετοχή twisted off
ενεργητική μετοχή twisting off

Ετυμολογία [επεξεργασία]

twist off < → δείτε τις λέξεις twist και off

Ρήμα[επεξεργασία]

twist off (en)

  • κόβω κάτι στρίβοντάς το, γυρίζω και τραβάω κάτι με το χέρι μου για να το αφαιρέσω από κάτι
    He twisted off the branch.
    Έκοψε το κλαδί στρίβοντάς το.

Πηγές[επεξεργασία]