bow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bow | bows |
bow (en)
- (οπλισμός) το τόξο
- το λύγισμα
- (μουσική) το δοξάρι
- (ναυτικός όρος) η πλώρη, η πρώρα
- → δείτε τον όρο bow thruster
Ρήμα
[επεξεργασία]bow (en)