bow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bow bows

bow (en)

  1. (οπλισμός) το τόξο
  2. το λύγισμα
  3. (μουσική) το δοξάρι
  4. (ναυτικός όρος) η πλώρη, η πρώρα
    → δείτε τον όρο bow thruster

bow (en)

  1. γέρνω
  2. σκύβω
  3. υποκλίνομαι, προσκυνώ