bow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /baʊ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bow bows

bow (en)

  1. το λύγισμα
  2. (ναυτικός όρος) η πλώρη, η πρώρα
    → δείτε τον όρο bow thruster
ενεστώτας bow
γ΄ ενικό ενεστώτα bows
αόριστος bowed
παθητική μετοχή bowed
ενεργητική μετοχή bowing

bow (en)

  1. γέρνω
  2. σκύβω
  3. υποκλίνομαι, προσκυνώ

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bəʊ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bow bows

bow (en)

  1. (οπλισμός) το τόξο
    ⮡  He took an arrow from the quiver and placed it in the bow.
    Έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα και το τοποθέτησε στο τόξο.
  2. ο φιόγκος
    ⮡  She tied the ribbon into a bow.
    Έδεσε την κορδέλα φιόγκο.
    ⮡  His shoelaces were tied in a bow.
    Τα κορδόνια παπουτσιών του ήταν δεμένα φιόγκο.
    ⮡  The dress had a large bow at the neckline.
    Το φόρεμα είχε στο ντεκολτέ ένα μεγάλο φιόγκο.
  3. (μουσική) το δοξάρι
    ⮡  The violinist used the bow with great skill.
    Ο βιολιστής χρησιμοποιούσε το δοξάρι με μεγάλη δεξιοτεχνία.