bow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bow | bows |
bow (en)
- το λύγισμα
- (ναυτικός όρος) η πλώρη, η πρώρα
- → δείτε τον όρο bow thruster
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bows |
αόριστος | bowed |
παθητική μετοχή | bowed |
ενεργητική μετοχή | bowing |
bow (en)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bow | bows |
bow (en)
- (οπλισμός) το τόξο
- ⮡ He took an arrow from the quiver and placed it in the bow.
- Έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα και το τοποθέτησε στο τόξο.
- ⮡ He took an arrow from the quiver and placed it in the bow.
- ο φιόγκος
- ⮡ She tied the ribbon into a bow.
- Έδεσε την κορδέλα φιόγκο.
- ⮡ His shoelaces were tied in a bow.
- Τα κορδόνια παπουτσιών του ήταν δεμένα φιόγκο.
- ⮡ The dress had a large bow at the neckline.
- Το φόρεμα είχε στο ντεκολτέ ένα μεγάλο φιόγκο.
- ⮡ She tied the ribbon into a bow.
- (μουσική) το δοξάρι
- ⮡ The violinist used the bow with great skill.
- Ο βιολιστής χρησιμοποιούσε το δοξάρι με μεγάλη δεξιοτεχνία.
- ⮡ The violinist used the bow with great skill.