hang together
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | hang together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs together |
αόριστος | hung together |
παθητική μετοχή | hung together |
ενεργητική μετοχή | hanging together |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
hang together (en)
- συμφωνώ, που ταιριάζουν καλά
- ↪ Their stories do not hang together.
- Οι ιστορίες τους δεν συμφωνούν.
- ↪ Their stories do not hang together.
- μείνουμε ενωμένοι, για ανθρώπους που υποστηρίζουν ή βοηθούν ο ένας τον άλλον
- ↪ If we don’t hang together, we may all be hanged separately.
- Αν δεν μείνουμε ενωμένοι, μπορεί να μας κρεμάσουν έναν-έναν.
- ↪ If we don’t hang together, we may all be hanged separately.