hang together

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας hang together
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs together
αόριστος hung together
παθητική μετοχή hung together
ενεργητική μετοχή hanging together

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hang together < → δείτε τις λέξεις hang και together

Ρήμα[επεξεργασία]

hang together (en)

  1. συμφωνώ, που ταιριάζουν καλά
    Their stories do not hang together.
    Οι ιστορίες τους δεν συμφωνούν.
  2. μείνουμε ενωμένοι, για ανθρώπους που υποστηρίζουν ή βοηθούν ο ένας τον άλλον
    If we don’t hang together, we may all be hanged separately.
    Αν δεν μείνουμε ενωμένοι, μπορεί να μας κρεμάσουν έναν-έναν.

Πηγές[επεξεργασία]