hang on to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας hang on to
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs on to
αόριστος hung on to
παθητική μετοχή hung on to
ενεργητική μετοχή hanging on to

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hang on to < → δείτε τις λέξεις hang, on και to

hang on to (en)

  1. κρατώ κάτι σφιχτά
    ⮡  He hung on to the rope desperately.
    Κρατήθηκε απελπισμένα από το σχοινί.
  2. (ανεπίσημο) κρατώ κάτι, δεν το πουλάω ή το δίνω
    ⮡  Are you hanging on to the letters you get?
    Κρατάς τα γράμματα που παίρνεις;
    ⮡  I will hang on to the seat for you.
    Θα σου κρατήσω τη θέση.
    ⮡  Hang on to the suitcase for me while I’m away.
    Κράτησέ μου τη βαλίτσα όσο λείπω.