hang up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | hang up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs up |
αόριστος | hung up |
παθητική μετοχή | hung up |
ενεργητική μετοχή | hanging up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]hang up (en)
- κλείνω το τηλέφωνο
- ⮡ Don’t hang up!
- Μην κλείσεις!
- ⮡ Don’t hang up!