Μετάβαση στο περιεχόμενο

hang up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας hang up
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs up
αόριστος hung up
παθητική μετοχή hung up
ενεργητική μετοχή hanging up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hang up <  δείτε τις λέξεις hang και up

hang up (en)

  • κλείνω το τηλέφωνο
      Don’t hang up!
    Μην κλείσεις!