hung up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]hung up (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο, κακόσημο) αναστατώνομαι, ανησυχώ πολύ για κάποιον ή κάτι και σκέφτομαι κάποιον ή κάτι πάρα πολύ
- ⮡ Don’t get so hung up about it, it’s not the end of the world.
- Μην κάνετε έτσι, δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου.
- ⮡ Don’t get so hung up about it, it’s not the end of the world.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]hung up (en)