hung up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hung up < → δείτε τις λέξεις hung και up

Έκφραση[επεξεργασία]

hung up (en)

  • (ιδιωματισμός, ανεπίσημο, κακόσημο) αναστατώνομαι, ανησυχώ πολύ για κάποιον ή κάτι και σκέφτομαι κάποιον ή κάτι πάρα πολύ
    Don’t get so hung up about it, it’s not the end of the world.
    Μην κάνετε έτσι, δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

hung up (en)

Πηγές[επεξεργασία]