hung up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
hung up (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο, κακόσημο) αναστατώνομαι, ανησυχώ πολύ για κάποιον ή κάτι και σκέφτομαι κάποιον ή κάτι πάρα πολύ
- ↪ Don’t get so hung up about it, it’s not the end of the world.
- Μην κάνετε έτσι, δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου.
- ↪ Don’t get so hung up about it, it’s not the end of the world.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
hung up (en)