suspend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | suspend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | suspends |
αόριστος | suspended |
παθητική μετοχή | suspended |
ενεργητική μετοχή | suspending |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]suspend (en)
- (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) κρέμομαι
- αναβάλλω, καθυστερώ κάτι επίσημα, κανονίζω να γίνει κάτι αργότερα από ό,τι είχα προγραμματίσει
- επιβάλλω αργία σε κάποιον, αποτρέπω επίσημα κάποιον από το να κάνει τη δουλειά του, να πάει σχολείο κτλ. για κάποιο χρονικό διάστημα, ως τιμωρία ή κατά τη διάρκεια μιας έρευνας
- ⮡ They suspended a football/soccer player.
- Επέβαλλαν αργία σε έναν ποδοσφαιριστή.
- ⮡ They suspended a football/soccer player.
- αναστέλλω
- διακόπτω
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- suspend - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 120, 479. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβάλλω, αργία, κρέμομαι