suspended
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]suspended (en) (χωρίς παραθετικά)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]suspended (en)
suspended (en) (χωρίς παραθετικά)
suspended (en)