Μετάβαση στο περιεχόμενο

resume

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας resume
γ΄ ενικό ενεστώτα resumes
αόριστος resumed
παθητική μετοχή resumed
ενεργητική μετοχή resuming

resume (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
resume < resum- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

resume (eo)