resume
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | resume |
γ΄ ενικό ενεστώτα | resumes |
αόριστος | resumed |
παθητική μετοχή | resumed |
ενεργητική μετοχή | resuming |
Ρήμα
[επεξεργασία]resume (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξαναρχίζω μετά από διακοπή, επαναλαμβάνω, συνεχίζω
- ⮡ She resumed working.
- Ξανάρχισε τη δουλειά.
- ⮡ Negotiations resumed yesterday./Negotiations were resumed yesterday.
- Επαναλήφθηκαν χθες οι διαπραγματεύσεις.
- ⮡ After a while he resumed
- Ύστερα από λίγο συνέχισε.
- ⮡ She resumed working.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]resume (eo)
- περιληπτικά, με δυο λόγια