resume
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
resume (en)
- ξαναρχίζω μετά από διακοπή, επαναλαμβάνομαι, συνεχίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
resume (eo)
- περιληπτικά, με δυο λόγια