continue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | continue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | continues |
αόριστος | continued |
παθητική μετοχή | continued |
ενεργητική μετοχή | continuing |
Ρήμα
[επεξεργασία]continue (en)
- συνεχίζω
- (αμετάβατο) συνεχίζω, προχωρώ πιο μακριά προς την ίδια κατεύθυνση
- ↪ After this bend, the road continues uphill for some kilometers.
- Μετά τη στροφή αυτή ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά για μερικά χιλιόμετρα.
- ↪ After this bend, the road continues uphill for some kilometers.