continuation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

continuation < γαλλική continuation

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
continuation continuations

continuation (en)

  • η συνέχιση, η παραμονή
    The coach’s continuation with the team next year is considered unlikely.
    Η παραμονή του προπονητή στην ομάδα τον επόμενο χρόνο θεωρείται απίθανη.



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

continuation < λατινική continuatio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔ̃.ti.nɥa.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
continuation continuations

continuation (fr) θηλυκό

  1. η συνέχιση
  2. η παράταση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • bonne continuation ! - καλή συνέχεια! (λέγεται σαν ευχή, όταν δύο άτομα αποχωρίζονται)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  continuer