hangover
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hangover | hangovers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hangover (en)
- ο πονοκέφαλος από μεθύσι, το χανγκόβερ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
hangover στην αγγλική Βικιπαίδεια